- υπέρθεσμος
- -ον, Απιθ. αυτός που υπερβαίνει μια προθεσμία.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ-* + θεσμός «κάτι το προκαθορισμένο, συνήθεια, διάταξη»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
θεσμός — ο (ΑΜ θεσμός Α και δωρ. τ. τεθμός) το έθος, η συνήθεια, καθετί που καθίσταται κανόνας δικαίου με την παράδοση ή με κοινή συμφωνία νεοελλ. ειδικός οργανισμός, κοινωνικός ή πολιτικός, αναγνωρισμένος από την παράδοση ή από τον νόμο (α. «ο θεσμός τού … Dictionary of Greek